Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Χθες Το Βράδυ...

Χθες το βράδυ ο αέρας ήταν βαρύς. Έβαλα ένα ποτό, μια μουσική, και άφησα το χρόνο να κυλάει. Ξαφνικά, άκουσα θόρυβο στην πόρτα. Κλειδιά. Μπήκες εσύ. Ξέρεις, αυτή η νύχτα δε σε περίμενε. Ούτε εγώ. Ήσουν μια έκπληξη. Μπήκες και με κοίταξες με χαμόγελο. Με ‘κείνο το χαμόγελο. Το πρώτο. Αυτό που μού είχες φανερώσει όταν σε πρωτοείδα. «Φλώρα», μου είχες πει, και χάθηκες. 
Αυτό το χαμόγελο είχες και πάλι. Με αυτό μπήκες. «Μου ‘λειψες» είπες, κοιτάζοντας με βαθιά στα μάτια. «Και δε με σκέφτεσαι πια τόσο, γι’ αυτό και μου ‘λειψες λιγάκι.» Στεκόσουν ασάλευτη στην πόρτα. Δεν έκανες ούτε ένα βήμα. Ήσουν ψυχρή αλλά ταυτόχρονα τόσο όμορφη... Αλλόκοσμα όμορφη! «Ξέρεις κάτι Φλώρα; Έχεις τόσο καιρό να με αγγίξεις. Το χάδι σου έχει αφήσει την απουσία του πάνω μου. Κοντεύω να ξεχάσω…». Δε μίλησες. Πλησίασες αργά προς το μέρος μου κι έκατσες όπως καθόσουν πάντα. Στην δεξιά γωνία του καναπέ με τα πόδια σου στην αγκαλιά μου. Έκλεισες τα μάτια σου και χαλάρωσες στην άκρη του καναπέ. Πήρες αγκαλιά το μαξιλάρι σου. Εκείνο το μικρό, το κόκκινο, με το Μικρό Πρίγκιπα κεντημένο πάνω του. Έχουμε… Έχω. Στο γραφείο, μια φωτογραφία σου. Μία καλοκαιρινή νύχτα, ακριβώς στην ίδια στάση... Καθόσουν λοιπόν εκεί μα, ακόμα δεν με είχες αγγίξει. Ήταν σαν να φοβόσουν πως κάτι επικίνδυνο θα γινόταν. «Λοιπόν; Τι νέα, Φλώρα;» Μισάνοιξες τα μάτια σου, με κοίταξες, μου χαμογέλασες ξανά και γλίστρησες στην άκρη σου. «Η απουσία μου»,  είπες, « είναι αυτή που σε θρέφει. Και την έχεις ανάγκη. Και ξέρεις γιατί; Γιατί πρέπει να έχεις κάτι να κλαίγεσαι. Γιατί το «Φως» σε τρομάζει. Γιατί το φυσιολογικό σε απωθεί. Το φυσιολογικό δεν μπορείς να το ανεχτείς. Ούτε αυτό, εσένα, φυσικά. Βυθίζεσαι δήθεν στο σκοτάδι σου και σε όλες αυτές τις θεωρίες περί αυταπόδεικτης «μαυρίλας» στη βάση της ψυχής του Ανθρώπου κτλ, κτλ. Όλα αυτά φυσικά, τα χρησιμοποιείς για να κρύβεσαι. Για να κρύβεις τον εαυτό σου. Γι αυτό και αποζητάς εμένα. Γιατί ξέρεις, πως μόνο στην αγκαλιά μου, δεν χρειάζεται να κρυφτείς. Αλλά, ακόμα και τότε χαζέ, είχες την ανάγκη να κρυφτείς από τον ίδιο σου τον εαυτό. Γι’ αυτό και μ’ έδιωξες. Όχι γιατί δεν μ’ άντεχες. Αλλά γιατί δεν άντεχες το είδωλο σου πάνω μου». 
Και μετά από αυτά το λόγια, με χάιδεψες. Τρυφερά. Απαλά. Στο μέτωπο και μετά στη μύτη όπως σου άρεσε να κάνεις πάντα. Και τότε ήταν που το σπίτι ξαναπήρε πνοή. Χρώμα. Ο χώρος είχε μία συνέχεια.  Ζωντάνια. Θερμότητα. Και ‘γω, με παιδική αφέλεια σε ρώτησα: «Και αφού σ’ έδιωξα, και αφού έφυγες, γιατί με στοιχειώνεις ακόμη;». Μου ‘δωσες ένα ζεστό φιλί στα χείλη, χαμογέλασες παραμυθένια όπως το συνήθιζες και ξανάγειρες πίσω. « Την ξέρεις την απάντηση», μου είπες. «Γιατί εσύ με έχεις ανάγκη και με καλείς».
  Το μαξιλάρι σου, έχει απομείνει σκονισμένο στη γωνία. Ξέρεις, από τότε που έφυγες, αρνούμαι πεισματικά να κάτσω σε εκείνη τη γωνία του καναπέ. Δεν την καθαρίζω καν. Αφήνω ελεύθερα το χρόνο να αφήνει τα σημάδια του πάνω της, να περνάει... Ετσι. Για να δω. Να δω, τι ίχνος αφήνει στον χρόνο, η απουσία του Έρωτα…

3 σχόλια:

  1. στα πλακάκια το χνούδι σου
    πως υπήρξες θυμίζει
    κι αν τη σκόνη σου άφησες πίσω δε σε γυρίζει
    {...}
    και μυρίζω τη σκόνη
    σε μια ανάσα ρουφάω την τριμμένη σου ύπαρξη
    για να μη σε ζητάω

    ΑπάντησηΔιαγραφή