Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Ένας χρόνος...



-          Χθες μου πέταξες: «θυμάμαι ένα βράδυ που είχες πει έχεις σταυρώσει κόσμο εσύ». Γιατί;
-          Ξέρεις.
-          Δεν ξέρω τίποτα. Μόνο εσένα ξέρω πλέον.  Εδώ και ένα χρόνο, δεν μιλάω με κανέναν άλλον.
-          Ναι. Αλλά παρ όλα αυτά ξέρεις. Το νιώθεις. Μέσα σου, ξέρεις πως μόνον έτσι ζεις. Πως μόνο έτσι ΜΠΟΡΕΙΣ να ζεις.  Δεν μπορείς να μοιραστείς πλέον τίποτα με κανέναν.
-          Αυτό είναι ψέμα.
-          Αλήθεια; Πόσο καιρό έχεις να βγεις;
-          Όχι πολύ..
-          Πόσο;
-          Να είχα βγει με τον… τότε που…
-          Πριν ένα χρόνο!
-          Σε βαρέθηκα. Φεύγω.
-          Αύριο την ίδια ώρα. Εδώ.
-          Μη με στήσεις πάλι.
-          Έλα τώρα. Αφού ξέρεις… πιες ένα δυο ποτά και θα μαι εδώ.

Τα πόδια του βαριά. Ακυβέρνητα. Το σώμα του κενό. Απρόθυμο, ακολουθούσε μηχανικά την ίδια διαδρομή εδώ και 364 μέρες: σπίτι-μπαρ-σπίτι. Το σπίτι πλέον εχθρικό. Αδίστακτο. Δεν τον δεχόταν πια μέσα του. Τον αντιμετώπιζε σαν ξένο σώμα. Σαν ένα καρκίνωμα. Και αυτός ο μυστήριος τύπος με την γκρι καμπαρντίνα και την γκρι ρεπούμπλικα; Ποιος ήταν; Τι ήθελε; Από  εκείνο το βράδυ στις 27 Αυγούστου στο μπαρ «Λήθη»:
-          Ποιο είναι το όνομα σου;
-          Δεν χρειάζεται να έχω όνομα. Φτάνει που ξέρω το δικό σου.

Κάθε βραδύ, εκεί. Στο ίδιο μέρος. Στο ίδιο τραπέζι. Και αυτός, να στέκει ανήμπορος μπροστά του. Χωρίς καμία άμυνα. Να ανοίγεται, όπως δεν έχει ανοιχτεί ποτέ σε άνθρωπο. Και κάθε βράδυ να φεύγει μέσα σε ένα χάος από ερωτήματα, ενοχές και αδιέξοδα.
Το επόμενο βράδυ στο μπαρ:
-          Πάλι άργησες.
-          Σε ποιο ποτό είσαι;
-          Στο δεύτερο
-          Είδες; Ακριβώς όπως σου είπα. Σήκω.
-          Που πάμε;
-          Κάπου που δεν θα πήγαινες μόνος.
-          Που;
-          Θα δείς.

Φεύγουν. Περπατούσαν αργά. Είχε ήδη αρχίσει να ξημερώνει. Ο αέρας γύρω τους κρύος αλλά με τους γέμιζε με μια περίεργη ηρεμία. Φτάνουν στην πόρτα του νεκροταφείου.
-          Τι κάνουμε εδώ;
-          Μη βιάζεσαι.
Προχωρούν και σε ένα σημείο ο μυστήριος τύπος κοντοστέκεται. Του λέει: «Διάβασε»
«Ίρις Παπαθεοδώρου. Απεβίωσε στις 27 Αυγούστου του 2011. «θυμάμαι ένα βράδυ που είχες πει έχεις σταυρώσει κόσμο εσύ».
Νιώθει ένα χέρι στον ώμο του. Είναι ο φύλακας του νεκροταφείου.
-          Είστε καλά;
-          Περίπου. Που πήγε ο άλλος;

Έφτασε στο σπίτι. Έβαλε ένα ποτό και άνοιξε το στερεοφωνικό. Αυτό, έκανε ένα τρίξιμο ξυπνώντας από το λήθαργο και έσβησε για πάντα. Άρχισε μόνος να σιγοτραγουδάει: «θυμάμαι ένα βράδυ που είχες πει έχεις σταυρώσει κόσμο εσύ». Ένας ολόκληρος χρόνος είχε περάσει και η απουσία της ήταν τώρα ολοφάνερη. Όπου και να κοιτούσε το βλέμμα του ήταν άδειο. Στα μάτια του ήταν μόνο αυτή. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε βαριά.

Το επόμενο βράδυ στο μπαρ. Στο ίδιο μέρος. Ήταν ήδη στο τρίτο ποτό και ο μυστήριος τύπος πουθενά. Έρχεται ο σερβιτόρος:
-          Συγνώμη κύριε, αλλά πρέπει να κλείσουμε.
-          Μήπως είδατε τον τύπο που κάθεται μαζί μου κάθε βράδυ;
-          Όχι. Εδώ και έναν χρόνο πάντα μόνο σας βλέπω, κύριε.


Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

"θυμήθηκα"....


Ξύπνησα και ένιωθα το κεφάλι μου πουρέ και πιο βαρύ από το διόλου ελαφρύ σώμα μου. Το χθεσινό βράδυ σκοτεινό. Θολό. Σχεδόν στη λήθη πλέον. Ο χώρος, μη αναγνωρίσιμος. Α! Το δωμάτιο του Ψίλου. Ναι, αλλά γιατί; Δεν θυμάμαι τίποτα. Κάνω να σηκωθώ με τη βοήθεια του κομοδίνου. Ρίχνω κάτω το άδειο μπουκάλι ουίσκι, που βρισκόταν πάνω του, στην προσπάθεια μου. Πόνος. Έντονος πόνος αλλά, όχι από το σπάσιμο. Πονάω στο πόδι. Ο πόνος με ξαναρίχνει στο κρεβάτι. Ο δεξιός αστράγαλος. Μωβ! Σκατά. Το πατάω με δυσκολία. Κάνω να περπατήσω, υποψιασμένος πλέον για τον πόνο, κουτσαίνοντας. Σαλόνι. Ένας. Χυμένος ανορθόδοξα στον καναπέ. Μάλλον κι αυτός θα ξυπνήσει σε μια παρόμοια κατάσταση. Βγαίνω. Η μηχανή έξω. Σπασμένο φλας και γδαρμένο πλαστικό. Τι έγινε; πως ήρθα χθες; Ανεβαίνω και απλά τριγυρνάω για καμιά ώρα. Έτσι για να ξυπνήσω. Αρχίζουν να έρχονται εικόνες. Σπίτι. Μπαίνω στο σαλόνι. Το κινητό; Κλειστό. Το ανοίγω και το πετάω πάνω στον καναπέ πηγαίνοντας να κάνω καφέ. Γυρίζω με τον καφέ στο χέρι. Κάθομαι στο μπαλκόνι. Κοιτάω το κινητό. Τριάντα δύο μηνύματα. Είκοσι κλήσεις:

"Καλά του έκανες του σκυλιού!". 
"Μπράβο ρε φίλε! Άντε να πούμε με τους βρωμιάρηδες! Καιρός ήταν". 
"Μαλάκα μου, γάμησες! Αυτό κι αν είναι ξεκίνημα! Οι ειδήσεις λένε για σπασμένο σαγόνι και δύο πλευρά! Τωρα να δω, θα ρίξει ξανά  κανένα μηχανάκι "καταλάτος καταλάτος" ; χαχα! Τον βρωμιάρη! Σε περιμένω στο μαγαζί. Τα ποτά δικά μου!"

Θυμήθηκα. Στον τοίχο απέναντι γράφει με φρέσκο σπρέι: 
"Σ' όσους και να πάω τόπους, 
ΙΔΙΟΥΣ βρίσκω τους ανθρώπους...
Ελύτης". 
"Μαλακισμένα φρικιά" είπα μέσα μου και μπήκα στο facebook...

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Σκόνη...


Σκόνη. Σκόνη έκατσε μωρέ πάνω στα χέρια μας και δεν γροικάμε να την αποδιώξουμε. Σωθήκανε τα όνειρα μας και τον αέρα μας τον κάναμε δηλητήριο και βρώμα. Μήτε ζωντανό μήτε άψυχο τον αντέχει. Κι εμείς στέκουμε άπραγοι και αφήνουμε τον χρόνο να ξερνάει πάνω μας όλο του το θυμό. Μας πλάκωσε η πλάκα που τρέξαμε να βάλουμε πάνω απ το κεφάλι μας. Οι μενεξέδες στις αυλές μας φάνηκαν λίγοι, τα γέλια στις αυλές μας φάνηκαν λίγα και τρέξαμε να φυλακιστούμε. Γιατί άραγε; Και τώρα; Ξεθωριασμένες φωτογραφίες σε μουσεία μείνανε οι μενεξέδες και τα ζουμπούλια. Λησμονήσαμε το άρωμα τους. Το χρώμα τους. Τη μυρωδιά του φρέσκου Ελληνικού καφέ που ψήνονταν στη χόβολη, το γλυκό τριαντάφυλλο που σαν έβραζε  μοσχοβόλαγε η γειτονιά.  Ξεχάσαμε πως να βαστούμε δυο τραχιά χέρια στο στέρνο μας. Ξεχάσαμε πως και που δώσαμε το πρώτο μας φιλί. Ξεχάσαμε το βλέμμα μας. Χάσαμε το βλέμμα μας το καθάριο. Πάψαμε να ανοίγουμε το βλέμμα μακριά. Μείναμε να κοιτάμε μοναχά χάμω. Κι αυτός ο κόμπος στο λαιμό, να μην κατεβαίνει ο ανευλόγητος! Τι κι αν μας ήρθανε οι νέες μέρες; Ξεχάσαμε τις παλιές. Δεν ξέρουμε για πού τραβάμε κι από πού κινήσαμε. Μοναχά τραβάμε. Σαν τα βόδια που τα δέναμε στο ζυγό και εκείνα παίρναν το δρόμο κι άμα δεν τα σταμάταγες ακόμα θα πήγαιναν. Ξεχάσαμε να ακούμε τη Γη. Ξεχάσαμε τα λόγια των παλιών. Ξεχάσαμε να αφήνουμε τα παιδιά να μας τραβάνε από το χέρι ίσα μπροστά, να μας δείχνουν τη στράτα. Γιατί εμείς τα γνωρίσαμε όλα. Γιατί εμείς τα ταιριάσαμε όλα, τρομάρα μας. Τα χέρια που λαδώσαμε, τα χέρια που σφίγγαμε με καμάρι, αυτά τα ίδια γίνανε φίδια που τρέφαμε στον κόρφο μας. Τούτοι που πιστέψαμε μας κορόιδεψαν με παχιά λόγια. Κι εμείς εκεί. Σαν τα άνιωθα τα ζώα που δεν έχουν γνώση πώς να μην κάνουν ζημίες στη γη, τραβούσαμε και χαλάγαμε. Και τα παιδιά μας; Αντε εμείς, τα κάναμε και τα φάγαμε. Αυτά; Τι φταίξανε; Πότε θα ορθοπατήσουνε αυτά; Πως; Χαρά στα μούτρα μας! κάναμε τους καμπόσους, ότι εμείς φέραμε την Αλλαγή. Την τύφλα μες στα μάτια μας φέραμε. Μια τρύπα στο νερό με περηφάνια κάναμε. Και τώρα τρέμει η Γης κάτω από τα πόδια μας κι εμείς τρεκλίζουμε μαζί της. Γιατί το νιώθουμε… Δεν μας βαστάει πια. Δεν μας χωράει ο τόπος. Μας ξέρασε. Και αυτοί που δεν τους  λογιάζαμε για επικίνδυνους, τώρα πλησιάζουν με γοργό το βήμα… Και δεν θα μας λυπηθούνε. Γιατί σαπίσαμε. Μούχλα πιάσαμε και κάμαμε λάβαρο τον καναπέ. Έρχεται όμως η οργή, με αίμα που βράζει να μας δώσει μια και να μας σκορπίσει καταγής. Έτσι μας πρέπει. Και μόνο έτσι μετά η Γης θα γυρίζει πιο ‘λαφρία. Γιατί θα ‘χουμε πάψει εμείς να την κρατάμε σφιχτά μην τύχει και μας κουνήσει παραπάνω απ’ όσο βαστάμε. Κι ο Ήλιος, τότε είναι που θα μας αγκαλιάζει όλους ξανά. Γιατί, όσο ο Ήλιος φέρνει βόλτες από την μιαν άκρη ως την άλλη, πάντα θα υπάρχουν ζευγάρια χέρια που θα θέλουν  να πιάσουν τη Γη και να τη φέρουν νέες βόλτες και να την πλάσουνε όμορφα… 

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Χθες Το Βράδυ...

Χθες το βράδυ ο αέρας ήταν βαρύς. Έβαλα ένα ποτό, μια μουσική, και άφησα το χρόνο να κυλάει. Ξαφνικά, άκουσα θόρυβο στην πόρτα. Κλειδιά. Μπήκες εσύ. Ξέρεις, αυτή η νύχτα δε σε περίμενε. Ούτε εγώ. Ήσουν μια έκπληξη. Μπήκες και με κοίταξες με χαμόγελο. Με ‘κείνο το χαμόγελο. Το πρώτο. Αυτό που μού είχες φανερώσει όταν σε πρωτοείδα. «Φλώρα», μου είχες πει, και χάθηκες. 
Αυτό το χαμόγελο είχες και πάλι. Με αυτό μπήκες. «Μου ‘λειψες» είπες, κοιτάζοντας με βαθιά στα μάτια. «Και δε με σκέφτεσαι πια τόσο, γι’ αυτό και μου ‘λειψες λιγάκι.» Στεκόσουν ασάλευτη στην πόρτα. Δεν έκανες ούτε ένα βήμα. Ήσουν ψυχρή αλλά ταυτόχρονα τόσο όμορφη... Αλλόκοσμα όμορφη! «Ξέρεις κάτι Φλώρα; Έχεις τόσο καιρό να με αγγίξεις. Το χάδι σου έχει αφήσει την απουσία του πάνω μου. Κοντεύω να ξεχάσω…». Δε μίλησες. Πλησίασες αργά προς το μέρος μου κι έκατσες όπως καθόσουν πάντα. Στην δεξιά γωνία του καναπέ με τα πόδια σου στην αγκαλιά μου. Έκλεισες τα μάτια σου και χαλάρωσες στην άκρη του καναπέ. Πήρες αγκαλιά το μαξιλάρι σου. Εκείνο το μικρό, το κόκκινο, με το Μικρό Πρίγκιπα κεντημένο πάνω του. Έχουμε… Έχω. Στο γραφείο, μια φωτογραφία σου. Μία καλοκαιρινή νύχτα, ακριβώς στην ίδια στάση... Καθόσουν λοιπόν εκεί μα, ακόμα δεν με είχες αγγίξει. Ήταν σαν να φοβόσουν πως κάτι επικίνδυνο θα γινόταν. «Λοιπόν; Τι νέα, Φλώρα;» Μισάνοιξες τα μάτια σου, με κοίταξες, μου χαμογέλασες ξανά και γλίστρησες στην άκρη σου. «Η απουσία μου»,  είπες, « είναι αυτή που σε θρέφει. Και την έχεις ανάγκη. Και ξέρεις γιατί; Γιατί πρέπει να έχεις κάτι να κλαίγεσαι. Γιατί το «Φως» σε τρομάζει. Γιατί το φυσιολογικό σε απωθεί. Το φυσιολογικό δεν μπορείς να το ανεχτείς. Ούτε αυτό, εσένα, φυσικά. Βυθίζεσαι δήθεν στο σκοτάδι σου και σε όλες αυτές τις θεωρίες περί αυταπόδεικτης «μαυρίλας» στη βάση της ψυχής του Ανθρώπου κτλ, κτλ. Όλα αυτά φυσικά, τα χρησιμοποιείς για να κρύβεσαι. Για να κρύβεις τον εαυτό σου. Γι αυτό και αποζητάς εμένα. Γιατί ξέρεις, πως μόνο στην αγκαλιά μου, δεν χρειάζεται να κρυφτείς. Αλλά, ακόμα και τότε χαζέ, είχες την ανάγκη να κρυφτείς από τον ίδιο σου τον εαυτό. Γι’ αυτό και μ’ έδιωξες. Όχι γιατί δεν μ’ άντεχες. Αλλά γιατί δεν άντεχες το είδωλο σου πάνω μου». 
Και μετά από αυτά το λόγια, με χάιδεψες. Τρυφερά. Απαλά. Στο μέτωπο και μετά στη μύτη όπως σου άρεσε να κάνεις πάντα. Και τότε ήταν που το σπίτι ξαναπήρε πνοή. Χρώμα. Ο χώρος είχε μία συνέχεια.  Ζωντάνια. Θερμότητα. Και ‘γω, με παιδική αφέλεια σε ρώτησα: «Και αφού σ’ έδιωξα, και αφού έφυγες, γιατί με στοιχειώνεις ακόμη;». Μου ‘δωσες ένα ζεστό φιλί στα χείλη, χαμογέλασες παραμυθένια όπως το συνήθιζες και ξανάγειρες πίσω. « Την ξέρεις την απάντηση», μου είπες. «Γιατί εσύ με έχεις ανάγκη και με καλείς».
  Το μαξιλάρι σου, έχει απομείνει σκονισμένο στη γωνία. Ξέρεις, από τότε που έφυγες, αρνούμαι πεισματικά να κάτσω σε εκείνη τη γωνία του καναπέ. Δεν την καθαρίζω καν. Αφήνω ελεύθερα το χρόνο να αφήνει τα σημάδια του πάνω της, να περνάει... Ετσι. Για να δω. Να δω, τι ίχνος αφήνει στον χρόνο, η απουσία του Έρωτα…

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Το Σπίτι με το Κορίτσι στο μπαλκόνι.













Το Σπίτι με το Κορίτσι στο μπαλκόνι.


    - Μαμά! Τι κρατάς επιτέλους; Έλα πες μου! Θα σκάσω!
    - Χρόνια σου πολλά Αννούλα!!
  -Ναι! Δώρο; Τι είναι;
- - Κάτι που το είχες ζητήσει απ έξω- απ έξω.
- - Τι;
- - Ε, άνοιξε το!
Η μικρή Αννούλα κομματιάζει το περιτύλιγμα με μανία.
- - Ρόλλερς! Είσαι υπέροχη μαμάκα μου! Σε λατρεύω!
-  - Αυτά τα πατίνια δεν ήταν που κοιτούσες σε εκείνο το μαγαζί στην Καλλιδρομίου;
- - Κατ’ αρχήν τα λένε ρόλλερς ρε μαμά. Σε ποια εποχή ζεις πια; Αυτά ήταν! Αλλά, δεν μου λες, αλεπού; Που τα βρήκες τα λεφτά;
- - Να μη σε νοιάζει!
- - Καλά. Πάω να τα βάλω.
Και η Αννούλα, φόρεσε χαρούμενη το υπέροχο δώρο των δέκατων τρίτων γενεθλίων της. Η μαμά της, όπως κάθε μαμά, τα είχε φροντίσει όλα έτσι ώστε να βρει αυτά τα ογδόντα ευρώ, για να κάνει χαρούμενη την μοναδική της συντροφιά. Κι ας ήξερε πως θα στερηθεί η ίδια ακόμη και το απαραίτητα γι αυτήν. Φτάνει να έβλεπε αυτό το χαμόγελο να σχηματίζεται στη αγγελικό προσωπάκι της Αννούλας!  Και τώρα η Αννούλα, γλιστρούσε σαν αδέξιο παπάκι σε παγωμένη λίμνη.
- - Κανόνισε να μου τα σπάσεις όλα μες στο σπίτι τώρα.
- - Έλα βρε μαμά μου! Είμαι προσεχτική, βλέπεις.
- - Γιατί δεν κατεβαίνεις κάτω; Να τα χαρείς με την ησυχία σου;
- - Γιατί δεν θέλω να σε αφήσω μόνη. Κι αν χρειαστείς κάτι; Κι αν συμβεί τίποτα; Κι αν πάθεις πάλι καμιά κρίση; Όχι, εδώ θα μείνω. Και ξέρεις τι; Το βρήκα! Θα βγω στο μπαλκόνι και θα πηγαίνω πάνω κάτω! Και έτσι, και θα χαρώ τα τέλεια ρόλλερς μου και θα είμαι δίπλα σου. Να εδώ, με ανοιχτή την πόρτα. Και αν πάθεις τίποτε, θα είμαι εδώ δίπλα. Ένα κίχ να κάνεις και σε έπιασα!
-  - Αχ βρε μάτια μου. Τι θα έκανα χωρίς εσένα βρε παρηγοριά μου;
     Η μαμά της Αννούλας, μετά τον χωρισμό, δεν ήταν η ίδια. Δεν χαμογελούσε πια. Και συχνά, μόνο και μόνο επειδή βυθιζόταν στις σκέψεις του «γιατί σε μένα» και του «δεν με αγάπησε ποτέ αυτός ο άνθρωπος», πάθαινε κρίσεις πανικού και δύσπνοιας. Το πρωί ερχόταν η αδελφή της και την φρόντιζε, από το μεσημέρι και μετά όμως, μόνο η Αννούλα ήταν το στήριγμα της. Και η Αννούλα δεν ήταν απλά ένα στήριγμα, ήταν ένας βράχος. Ένας βράχος λαξευμένος με τα πιο όμορφα χρώματα και σχήματα πάνω του. Αυτό ήταν η Αννούλα! Ένας άγγελος...


   Άνοιξε ο καιρός, επιτέλους. Κι ας μας ταλαιπώρησε για λίγες μέρες. Άλλωστε, ακόμη δεν έχουμε καταστρέψει τελείως τον πλανήτη ώστε να πάψουν να ισχύουν οι Εποχές, τελείως.
Ο κόσμος έχει αρχίσει να καθαρίζει και πάλι τα μπαλκόνια του και να απολαμβάνει το «’λιόγερμα», κουβεντιάζοντας, πίνοντας καφέ και αποχαιρετώντας τον κατακόκκινο δροσερό ήλιο τις ώρες του απογεύματος. Εκείνες τις ώρες λοιπόν, απέναντι, βγαίνει ένα κορίτσι σε ένα μπαλκόνι και για σχεδόν 2 ώρες ολόκληρες κάνει βόλτες στο μπαλκόνι των 3 επί 1,5 μέτρων. Το υπέροχο όμως είναι ότι δεν δείχνει φυλακισμένη, το αντίθετο! Δείχνει τόσο ελεύθερη, που εμείς που είμαστε δήθεν «πραγματικά ελεύθεροι», τη ζηλεύουμε.
Και αυτή χαίρεται τόσο τη ζωή. Σε αυτά τα λίγα μέτρα τόπου.Μερικές φορές βγαίνει και η μαμά της και χαίρονται μαζί το φως του ήλιου. Και κυρίως, τον δικό τους ήλιο. Τα δικά τους χρώματα. Τι όμορφα που είναι, σε αυτόν τον μικρό και λίγο τόπο κάθε μέρα, να βγαίνει ολοζώντανο ένα ουράνιο τόξο…